διαπόρημα

διαπόρημα
διαπόρημα
vexed question
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαπόρημα — το (Α διαπόρημα) [διαπορώ] απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση αρχ. ανησυχία, αδημονία …   Dictionary of Greek

  • διαπορημάτων — διαπόρημα vexed question neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήμασιν — διαπόρημα vexed question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήματα — διαπόρημα vexed question neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορήματος — διαπόρημα vexed question neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”